- ἀπαλλάξαν
- ἀπαλλάσσωset freeaor part act neut nom/voc/acc sgἀπαλλάσσωset freeaor part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζήτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν φτερωτός γιος του Βορέα και της κόρης του Ερεχθέα, της Ωρειθυίας. Συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία. Μαζί με τον δίδυμο αδελφό του Κάλαϊ, απάλλαξαν τον τυφλό μάντη Φινέα από τις Άρπυιες, που άρπαζαν την τροφή του. *… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… … Dictionary of Greek
θετικιστής — ο θηλ. θετικίστρια οπαδός του θετικισμού: Οι θετικιστές φιλόσοφοι απάλλαξαν την επιστήμη από την άγονη θεωρητικολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)